ἀλεύρων

ἀλεύρων
ἄλευρον
wheat-meal
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλευρικό — το 1. δοχείο αλεύρων 2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων 3. κόσκινο, σήτα 4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι 5. παρασκεύασμα από αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παραγ. κατάλ. ι κό, πρβλ. επίσης αλάτι αλατικό, λάδι λαδικό] …   Dictionary of Greek

  • στάρι ή σιτάρι — (Τρίτικον ή Σίτος ο κοινός). Το πιο γνωστό και διαδομένο από τα γεωργικά φυτά. Το σπέρμα του αποτελεί τη βάση της διατροφής του μεγαλύτερου μέρους των πολιτισμένων λαών και το ξηρό στέλεχος του (το άχυρο) χρησιμοποιείται για τροφή και στρωμνή των …   Dictionary of Greek

  • αλευρέμπορος — ο έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + έμπορος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο] …   Dictionary of Greek

  • αλευραγορά — η τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + αγορά] …   Dictionary of Greek

  • αλευραποθήκη — η αποθήκη αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + αποθήκη] …   Dictionary of Greek

  • αλευρεμπόριο — το [αλευρέμπορος] εμπόριο αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλευροθήκη — η (Α ἀλευροθήκη) 1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη 2. σκάφη τού αλευρόμυλου αρχ. αποθήκη αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • αλευροπάζαρο — το τόπος όπου γίνεται αγοραπωλησία αλεύρων, αλευραγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παζάρι] …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιείο — το [αλευροποιός] εργοστάσιο παρασκευής αλεύρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”